-
1 ἐναγής
ἐνᾰγ-ής, ές,A = ἐν ἄγει ὤν, under a curse or pollution because of bloodshed, of the Alcmeonidae, Hdt.1.61, 5.70 sq.;ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῖντο Th.1.126
;ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Aeschin.3.110
: [comp] Sup., Hermog.Inv.1.4.II in S.OT 656 (lyr.), τὸν ἐναγῆ φίλον one who has invoked a curse upon his head (in case of treachery).
См. также в других словарях:
εναγής — ές (AM ἐναγής, ές) αυτός που ενέχεται σε άγος*, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος αρχ. 1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος 2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την… … Dictionary of Greek